ξαμώνω — ξαμώνω, ξάμωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαμώνω — (Μ ξαμώνω και ἐξαμώνω και ἀξαμώνω) 1. σηκώνω το χέρι για να χτυπήσω κάποιον («κι απόκει τρέχ απάνω ντου με τ αγριωμένο χέρι, κι εξάμωσε να τού βαρεί ς τσί κεφαλής τα μέρη», Ερωτόκρ.) 2. ορμώ, επιτίθεμαι 3. υπολογίζω το μέγεθος, το βάρος, τη… … Dictionary of Greek
αμώνω — (I) ομόνω, ορκίζομαι, βλ. αμόνω. (II) ξαμώνω, τεντώνω το χέρι να φθάσω κάτι, βλ. ξαμώνω … Dictionary of Greek
ξάμωμα — το [ξαμώνω] 1. η απόπειρα κάποιου να χτυπήσει άλλον με το χέρι 2. ορμητική επίθεση εναντίον κάποιου 3. υπολογισμός κάποιας απόστασης με το μάτι, κατά προσέγγιση 4. τολμηρό επιχείρημα για μια ενέργεια 5. το να αποβλέπει κάποιος σε κάτι … Dictionary of Greek
αξάμωτος — η, ο (στερητ. α+ξαμώνω=απλώνω το χέρι για να χτυπήσω), άφταστος, απλησίαστος: Τη μέρα εκείνη τα τρυγόνια ήταν αξάμωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)