ξαμώνω

ξαμώνω
ξάμωσα (λ. λατ.)
1. απλώνω το χέρι να πάρω κάτι ή να χτυπήσω: Ξάμωσε πάνω από το φράχτη να πάρει φρούτα. – Μην ξαμώνεις, γιατί θα σου κόψω το χέρι.
2. τολμώ: Ξάμωσε, ντε!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξαμώνω — ξαμώνω, ξάμωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξαμώνω — (Μ ξαμώνω και ἐξαμώνω και ἀξαμώνω) 1. σηκώνω το χέρι για να χτυπήσω κάποιον («κι απόκει τρέχ απάνω ντου με τ αγριωμένο χέρι, κι εξάμωσε να τού βαρεί ς τσί κεφαλής τα μέρη», Ερωτόκρ.) 2. ορμώ, επιτίθεμαι 3. υπολογίζω το μέγεθος, το βάρος, τη… …   Dictionary of Greek

  • αμώνω — (I) ομόνω, ορκίζομαι, βλ. αμόνω. (II) ξαμώνω, τεντώνω το χέρι να φθάσω κάτι, βλ. ξαμώνω …   Dictionary of Greek

  • ξάμωμα — το [ξαμώνω] 1. η απόπειρα κάποιου να χτυπήσει άλλον με το χέρι 2. ορμητική επίθεση εναντίον κάποιου 3. υπολογισμός κάποιας απόστασης με το μάτι, κατά προσέγγιση 4. τολμηρό επιχείρημα για μια ενέργεια 5. το να αποβλέπει κάποιος σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • αξάμωτος — η, ο (στερητ. α+ξαμώνω=απλώνω το χέρι για να χτυπήσω), άφταστος, απλησίαστος: Τη μέρα εκείνη τα τρυγόνια ήταν αξάμωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”